Δαμάσου

Δαμάσου
Δάμασον
neut gen sg
Δάμασος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • Άμυρις — (6ος αι. π.Χ.).Σοφός της αρχαιότητας. Πατέρας του Δαμάσου από τη Σίρι της Κάτω Ιταλίας, που ήταν ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του Σικυώνιου τυράννου Κλεισθένη. Η Αγαρίστη παντρεύτηκε τελικά τον Μεγακλέα τον Αθηναίο (Ηρόδοτος, ΣΤ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”